πινακολικός

πινακολικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «πινακολική μετάθεση»
χημ. οργανική αντίδραση, κατά την οποία η πινακόλη, ή ένα παράγωγό της με ανάλογη δομή, σε ισχυρώς όξινο περιβάλλον αποβάλλει τη μία από τις δύο ομάδες υδροξυλίου της, παρέχοντας το αντίστοιχο καρβοκατιόν, το οποίο, αφού υποστεί μετάθεση, μετατρέπεται τελικά σε πινακολόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”